- εφεδράζω
- ἐφεδράζω (Α) [εφέδρα]1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.)2. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφεδραζομένης — ἐφεδράζω set pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδραζόμενος — ἐφεδράζω set pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδράζειν — ἐφεδράζω set pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδράζεσθαι — ἐφεδράζω set pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδράζοντος — ἐφεδράζω set pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδράζουσα — ἐφεδράζω set pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρήσσω — ἐφεδρήσσω (ΑΜ) [εφέδρα] (ποιητ. τ. τού ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.) 2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι … Dictionary of Greek